- Καισάρεια
- Καισάρειοςelephantneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καισάρεια — I Ονομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, ανάμεσα στην Ιόππη και στην Τύρο. Παραδόθηκε από τον Αύγουστο στον Ηρώδη τον Μέγα, ο οποίος την ονόμασε Κ. προς τιμήν του Αυγούστου (25 π.Χ.). Η πόλη εκχριστιανίστηκε πολύ νωρίς. Πρώτος… … Dictionary of Greek
Καισάρεια — η όνομα πολλών πόλεων, από τις οποίες σπουδαιότερη είναι η πόλη της Καππαδοκίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… … Dictionary of Greek
Αλεκτορίδης, Νικόλαος — (Καισάρεια 1874 – Αθήνα 1909). Ζωγράφος. Ουσιαστικά αυτοδίδακτος, διετέλεσε επί πολλά χρόνια γραμματέας της Καλλιτεχνικής Εταιρείας, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Είχε ιδιαίτερη επίδοση στο τοπίο, ακολουθώντας την τεχνοτροπία κυρίως της… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Νύσσης — (Καισάρεια 336; – Νύσσα 394).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και επίσκοπος Νύσσης. Εκτός της θεολογικής και γενικά της χριστιανικής παιδείας, ο Γ. απέκτησε γενική παιδεία… … Dictionary of Greek
Θεοδωρίδης, Χαράλαμπος — (Καισάρεια, Μικρά Ασία 1883 – Αθήνα 1958). Πανεπιστημιακός. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, εργάστηκε ως δάσκαλος σε διάφορες κοινότητες της Τουρκίας, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών (έως το 1913) και έπειτα στη… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… … Dictionary of Greek